Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

Προσόντα Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης

Αριθμός 1168/2024

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2022, με την εξής σύνθεση: Γεώργιος Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Αικατερίνη Ρωξάνα, Σύμβουλοι, Ελένη Κουλεντιανού, Αντωνία Παπαϊωάννου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Αντώνιος Γεωργακόπουλος.

Για να δικάσει την από 20 Δεκεμβρίου 2018 αίτηση:

των: 1. …………………..), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Τζαμτζή (Α.Μ. 30457), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2. …………………………., η οποία με την από 17 Μαρτίου 2022 έγγραφη δήλωση του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου παραιτήθηκε από την κρινόμενη αίτηση, 3. ……………………., ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Παναγιώτη Τζαμτζή, που τον διόρισε στο ακροατήριο η Αντιπρόεδρός του, …………………. και 4. ………………………………….., η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,


κατά του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και ήδη Παιδείας Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με τον Θωμά Καζάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α. η υπ’ αριθμ. Φ.353.1/23/183930/Ε3/31-10-2018 (Β’ 4940) απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, β. η υπ’ αριθμ. Φ. 353.1/24/183935/Ε3/31-10-2018 (Β΄ 4940) απόφαση του ίδιου ως άνω Υπουργού, γ. η υπ’ αριθμ. Φ. 350.2/9/183909/Ε3/7-11-2018 απόφαση του αυτού Υπουργού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Βασιλείου Ανδρουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (248904254959 0218 0093/18-12-2018 κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το από 2-3-2022 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση των ακόλουθων πράξεων: α) της Φ.353.1/23/183930/Ε3/31-10-2018 (Β΄ 4940) αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με θέμα: «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης», β) της Φ. 353.1/24/183935/Ε3/31-10-2018 (Β΄ 4940) αποφάσεως του ίδιου ως άνω Υπουργού με θέμα: «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των Διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» και γ) της Φ. 350.2/9/183909/Ε3/7-11-2018 αποφάσεως του αυτού Υπουργού με θέμα: «Προκήρυξη για την πλήρωση των θέσεων Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης», κατά το μέρος που με τις προσβαλλόμενες πράξεις ως προϋπόθεση επιλογής για την κατάληψη των ανωτέρω θέσεων τίθεται η ιδιότητα του εκπαιδευτικού, αποκλειομένων των υπαλλήλων του (τότε) Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

3. Επειδή, με δήλωση του υπογράφοντος το δικόγραφο η δεύτερη αιτούσα …………….. παραιτήθηκε από την αίτηση ακυρώσεως. Επομένως, ως προς αυτήν η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη.

4. Επειδή, όπως εκτίθεται σε επόμενη σκέψη, οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τον πρώτο αιτούντα υπό την ιδιότητά του ως μόνιμου διοικητικού υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Επίσης, ο τρίτος αιτών ………………………… και η τέταρτη αιτούσα……………………………………, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση. Ειδικότερα, ο τρίτος αιτών Σύλλογος έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την «… μελέτη, προστασία και προαγωγή των οικονομικών, επαγγελματικών ασφαλιστικών και πάσης φύσεως συμφερόντων των μελών του» (άρθρο 2 του Καταστατικού), ήτοι των υπαλλήλων περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας (άρθρο 3). Η τέταρτη Ένωση συνιστά σωματείο, στο οποίο μπορούν να εγγραφούν ως μέλη οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις περιφερειακές υπηρεσίες και στους εποπτευόμενους φορείς του Υπουργείου Παιδείας στη Μακεδονία και Θράκη (άρθρο 4 του Καταστατικού) και στους σκοπούς του περιλαμβάνεται: «α) Η παρακολούθηση, μελέτη, υποστήριξη, διαφύλαξη και προαγωγή των επαγγελματικών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών, ηθικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών της. β) Η συστηματική, ενεργητική και συνεχής παρακολούθηση των επαγγελματικών ζητημάτων του κλάδου και η αγωνιστική επαγρύπνηση και κινητοποίηση των μελών του προς επίλυσή τους …» (άρθρο 2).

5. Επειδή, οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν, δεδομένου ότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως ερειδόμενους επί της αυτής νομικής και πραγματικής βάσεως.

6. Επειδή, οι δύο πρώτες προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες ως κανονιστικού χαρακτήρα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 21 και 35 του ν. 4547/2018 (Α΄ 102/12-6-2018), «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις». Ειδικότερα, στο άρθρο 1 της Φ.353.1/23/183930/Ε3/31-10-2018 υπουργικής αποφάσεως (πρώτη προσβαλλόμενη) με θέμα: «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης», ορίζεται ότι με προκήρυξη του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων «προσκαλούνται οι ενδιαφερόμενοι εκπαιδευτικοί που έχουν τα νόμιμα προσόντα» να υποβάλουν, εφ’ όσον το επιθυμούν, αίτηση για την πλήρωση των θέσεων Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης, περαιτέρω δε καταστρώνεται η διαδικασία και τα στάδια της επιλογής. Εξ άλλου, με την Φ. 353.1/24/183935/Ε3/31-10-2018 υπουργική απόφαση (δεύτερη προσβαλλόμενη) με θέμα: «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των Διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης», ρυθμίζεται η σχετική διαδικασία καθ’ όσον αφορά τους Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και προβλέπεται, επίσης, ότι η σχετική πρόσκληση απευθύνεται στους ενδιαφερόμενους εκπαιδευτικούς (άρθρο 1).

7. Επειδή, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως (20-12-2018) οι δύο πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις και οι εξουσιοδοτικές διατάξεις κατ’ επίκληση των οποίων είχαν εκδοθεί καταργήθηκαν με τον ν. 4823/2021 (Α΄ 136/3-8-2021) «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», με τον οποίο αναμορφώθηκε πλήρως το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τα στελέχη της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, μεταξύ των οποίων οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαιδεύσεως και οι Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως. Ειδικότερα, στο άρθρο 242 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Καταργούνται: α) …. β) τα άρθρα 1 έως 46 του ν. 4547/2018 (Α΄ 102), με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 220 του παρόντος [αφορά το σύστημα επιβράβευσης της αποδόσεως των συμβούλων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής], γ) οι υπό στοιχεία … Φ.353.1/23/183930/Ε3/31.10.2018 (Β΄ 4940), Φ.353.1/ 24/183985/Ε3/31.10.2018 (Β΄ 4940, διόρθ. σφάλμ. Β΄ 5549) …. αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων», στο άρθρο 232 ορίζεται ότι: «1. Τα στελέχη της εκπαίδευσης που έχουν επιλεγεί, σύμφωνα με τα άρθρα 21 έως 36 του ν. 4547/2018 (Α΄ 102), όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την επιλογή, τοποθέτηση και ανάληψη υπηρεσίας των νέων στελεχών, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β΄ του Μέρους Β΄ του παρόντος και τουλάχιστον έως τη λήξη της θητείας για την οποία έχουν επιλεγεί. … 2. Τα στελέχη εκπαίδευσης, τα οποία υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 4692/2020 (Α΄ 111) [η διάταξη αφορά παράταση θητείας υπηρετούντων στελεχών], εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την επιλογή, τοποθέτηση και ανάληψη υπηρεσίας των νέων στελεχών, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β΄ του Μέρους Β΄. 3. Τα στελέχη εκπαίδευσης, τα οποία έχουν επιλεγεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 4713/2020 (Α΄ 147) [αφορά την θητεία προσωρινών στελεχών της εκπαιδεύσεως], εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την επιλογή, τοποθέτηση και ανάληψη υπηρεσίας των νέων στελεχών, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β΄ του Μέρους Β΄. 4. …» και στο άρθρο 245 ορίζεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη των παρ. 2, 3, 4, 5 και 6, οι διατάξεις του παρόντος ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. … ».

8. Επειδή, στο άρθρο 32 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «2. Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. 3. (παράγραφος η οποία προστέθηκε με το άρθρο 31 του ν. 3772/2009, Α΄ 112) Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. …». Με την ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του π.δ. 18/1989 καθιερώνεται ο δικονομικός κανόνας της καταργήσεως της δίκης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη ή παράλειψη. Ο κανόνας αυτός είναι συμβατός προς τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (Σ.τ.Ε. 67/2009 Ολομ.) και εφαρμόζεται και επί κανονιστικών πράξεων (Σ.τ.Ε. 1216/2017, 2450/2009, 5318/1987 Ολομ.), δεδομένου μάλιστα ότι επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η συνέχιση της δίκης, εάν ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο προς τούτο έννομο συμφέρον, προκειμένου να αποτραπούν δυσμενείς, διοικητικής φύσεως, συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξεως ή παραλείψεως, οι οποίες δεν μπορούν να αρθούν παρά μόνο με την έκδοση ακυρωτικής αποφάσεως. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι στις περιπτώσεις της παύσεως ισχύος της πράξεως, η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον, με την ανωτέρω διάταξη προβλέπεται ότι οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά τον χρόνο ισχύος της και που διατηρούνται, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει με την ακύρωση της πράξης την άρση των εν λόγω συνεπειών (Σ.τ.Ε. 1035/2021, 600/2019, 1279/2018, 1740/2015, 3963/2014, 67/2009 Ολομ. κ.ά.). Περαιτέρω, δεν συνιστά το απαιτούμενο, κατά τα εκτεθέντα, ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, η επιδιωκόμενη αποτροπή τυχόν εκδόσεως στο μέλλον ομοίου περιεχομένου διοικητικών πράξεων, προσβλητών εξ άλλου και αυτοτελώς ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων (Σ.τ.Ε. 1011/2021 σκ. 5), διότι, ελλείποντος του αντικειμένου της δίκης, απόφαση του Δικαστηρίου, αποφαινόμενη επί των ζητημάτων αυτών, δεν θα επέλυε συγκεκριμένη διαφορά, αλλά θα είχε απλώς χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως (Σ.τ.Ε. 67, 1659/2009 Ολ., 484/2013, 2147/2011). Εξ άλλου, όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση που διάταξη τυπικού νόμου επηρεάζει το αντικείμενο της δίκης και τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της καταργήσεως χωρίς, κατ’ αρχάς, να ερευνά τη συνταγματικότητα της νεότερης αυτής διατάξεως νόμου. Η συμφωνία της τελευταίας προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος ερευνάται μόνο σε περιπτώσεις που με τον νεότερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής διαφοράς, που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας είτε καταργώντας αναδρομικώς ή μη την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση, είτε, ακόμη, θεραπεύοντας την πλημμέλεια που θα οδηγούσε στην αποδοχή της αιτήσεως και την ακύρωση της προσβληθείσας πράξεως (Σ.τ.Ε. 2211/2020 Ολομ. με περαιτέρω παραπομπές). Τέλος, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται είτε στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου, είτε στην τροποποίηση ή αντικατάστασή της με πράξη, η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα.

9. Επειδή, εν προκειμένω, με τις διατάξεις των άρθρων 30 επ. του ν. 4823/2021 επιδιώχθηκε ριζική αναδιοργάνωση του συστήματος επιλογής των στελεχών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, μεταξύ των οποίων και οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαιδεύσεως και οι Διευθυντές της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως και με την παρατεθείσα στην έβδομη σκέψη διάταξη του άρθρου 242 περ. β΄ και γ΄ του ν. 4823/2021 καταργήθηκαν ρητώς, μεταξύ άλλων, τόσο οι εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 21 και 35 του ν. 4547/2018 όσο και οι δύο πρώτες προσβαλλόμενες κανονιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ν. 4823/2021, οι οποίες δεν υιοθετήθηκαν με σκοπό την επίλυση της εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς, αλλά την εξ υπαρχής ρύθμιση του συστήματος και της διαδικασίας επιλογής των στελεχών της εκπαιδεύσεως και με τις οποίες καταργήθηκαν ρητώς οι δύο πρώτες προσβαλλόμενες, κανονιστικού χαρακτήρα υπουργικές αποφάσεις, έχουν ως αποτέλεσμα την κατά την παρ. 2 του π.δ. 18/1989 κατάργηση της ανοιγείσας με την ένδικη αίτηση ακυρώσεως δίκη καθ’ όσον αφορά τις εν λόγω προτασσόμενες στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως υπουργικές αποφάσεις. Και ναι μεν οι αιτούντες, επικαλούμενοι τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, προβάλλουν με τα από 11-11-2021 και 23-3-2022 υπομνήματά τους, καθώς και με το από 2-3-2022 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ότι διατηρούν το έννομο συμφέρον τους για τη συνέχιση της δίκης, δεδομένου ότι οι διατάξεις του μεταγενέστερου ν. 4823/2021, όπως και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας Φ.353.1/20/163161/Ε3/14-12-2021 αποφάσεως της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των Διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» (Β΄ 5833), έχουν, κατά τα προβαλλόμενα, το ίδιο βλαπτικό περιεχόμενο για τα συμφέροντά τους, καθώς προβλέπουν, όπως και οι καταργηθείσες διατάξεις του ν. 4548/2018 και των δυο πρώτων προσβαλλομένων υπουργικών αποφάσεων, ότι οι υποψήφιοι για την κατάληψη των θέσεων Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαιδεύσεως και Διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως πρέπει να έχουν την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, αποκλείοντας τους διοικητικούς υπαλλήλους από τη διεκδίκηση των θέσεων αυτών, κατά παράβαση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτούντων, των άρθρων 4 παρ. 1, 4, 5 παρ. 1 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος, πλην οι ισχυρισμοί αυτοί δεν δικαιολογούν, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, την συνέχιση της δίκης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, εφ’ όσον δεν αναφέρονται σε δυσμενείς διοικητικής φύσεως συνέπειες των προσβαλλόμενων πράξεων οι οποίες δεν μπορεί να αρθούν παρά μόνον αν αυτές ακυρωθούν, και, πάντως, κατά της εκδοθείσας με βάση το νεότερο νομοθετικό καθεστώς υπουργικής αποφάσεως και των τυχόν εκδοθεισών προκηρύξεων, είναι δυνατή η άσκηση νέας αιτήσεως ακυρώσεως. Περαιτέρω δε, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η παύση ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων οφείλεται, όπως προαναφέρθηκε, σε μεταγενέστερη διάταξη τυπικού νόμου, ρυθμίζουσα εξ υπαρχής το θέμα της επιλογής στελεχών της εκπαιδεύσεως, η οποία τις κατήργησε ρητώς και όχι σε μεταγενέστερη διοικητική πράξη η οποία τις αντικατέστησε, η δε κανονιστικού χαρακτήρα υπουργική απόφαση την οποία επικαλούνται οι αιτούντες – αφορώσα μόνο την επιλογή και τοποθέτηση των Διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως και όχι των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαιδεύσεως – εκδόθηκε κατ’ επίκληση του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος (άρθρο 49 του ν. 4823/2021), ήτοι στηρίζεται σε διαφορετική νομική βάση.

10. Επειδή, η προκηρυχθείσα, με την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη διαδικασία επιλογής έχει ήδη ολοκληρωθεί με την έκδοση, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως (20-12-2018), της Φ.351.1/9/45118/ Ε3/22-3-2019 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με θέμα «Κύρωση τελικών ενιαίων, ανά Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης, αξιολογικών πινάκων επιλογής υποψηφίων Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης» και της Φ.351.1/11/48020/ Ε3/28-3-2019 αποφάσεως του ίδιου Υπουργού με θέμα «Τοποθέτηση Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης», με την οποία τοποθετήθηκαν οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης στις προκηρυχθείσες θέσεις, η θητεία των οποίων λήγει στις 31-7-2022. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη προκήρυξη (τρίτη προσβαλλόμενη πράξη) έχει εξαντλήσει το ρυθμιστικό της περιεχόμενο και έχει αποβάλει την εκτελεστότητά της, μη προσβαλλόμενη πλέον αυτοτελώς (Σ.τ.Ε. 1828/2021, 615/2020 επταμ., 3317/2014 Ολομ. κ.ά.). Εξ άλλου, ως συμπροσβαλλόμενη με την προκήρυξη των θέσεων Περιφερειακών Διευθυντών και, εν τέλει, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να θεωρηθεί η ανωτέρω απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με την οποία τοποθετήθηκαν οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης και ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια πληρώσεως των επίδικων θέσεων (πρβ. Σ.τ.Ε. 1078/2016, 4345, 3694/2014), ενώ τυχόν πλημμέλειες της προκηρύξεως αποτελούν πλημμέλειες και της μεταγενέστερης αυτής πράξεως και, συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως θα εξετασθούν, ως λόγοι ακυρώσεως κατ’ αυτής.

11. Επειδή, η υπουργική απόφαση περί τοποθετήσεως των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης αφορά την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των Περιφερειακών Διευθυντών εκπαιδεύσεως, υπαλλήλων που δεν χαρακτηρίζονται ανώτατοι στον νόμο 4548/2018 που διείπε το καθεστώς τους και δεν είναι μετακλητοί υπάλληλοι. Επομένως, η διαφορά που γεννάται από την προσβολή της μόνης παραδεκτώς προσβαλλομένης πράξεως αφορά την επιλογή και τοποθέτηση στελεχών της εκπαιδεύσεως, ήτοι των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαιδεύσεως (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 περ. Α΄, 19 και 21 του ν. 4547/2018) και υπάγεται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου, σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παρ. 1 και της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222), δεν υπόκεινται δε σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5Α του ν. 702/1977, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 47 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213). Δεδομένου, όμως, ότι οι προβαλλόμενοι κατά της προκηρύξεως λόγοι αφορούν, εν τέλει, ζητήματα συνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4547/2018, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στη σπουδαιότητα των τιθέμενων προς επίλυση με την κρινόμενη αίτηση ζητημάτων, αλλά και στην οικονομία της δίκης, το Συμβούλιο της Επικρατείας να διακρατήσει και να δικάσει την υπόθεση, ως προς την πράξη επιλογής και τοποθετήσεως των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαιδεύσεως (Σ.τ.Ε. 192/2022 Ολομ., 2775/2020 Ολομ.).

12. Επειδή, η κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα κατάργηση της δίκης ως προς τις δύο πρώτες προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις, δεν καταλαμβάνει την μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη Φ.351.1/11/ 48020/Ε3/28-3-2019 υπουργική απόφαση με την οποία τοποθετήθηκαν οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαιδεύσεως, ύστερα από την διαδικασία επιλογής που ακολούθησε την Φ.350.2/9/183909/Ε.3/7-11-2018 υπουργική απόφαση, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι με βάση την προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 232 του ν. 4823/2021, τα στελέχη που έχουν επιλεγεί, σύμφωνα με τα άρθρα 21 έως 36 του ν. 4547/2018 εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την επιλογή, τοποθέτηση και ανάληψη υπηρεσίας των νέων στελεχών, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις και τουλάχιστον έως τη λήξη της θητείας για την οποία είχαν επιλεγεί και η οποία, όπως εκτέθηκε, λήγει σε χρόνο μεταγενέστερο της συζητήσεως της υποθέσεως.

13. Επειδή, οι αρχές της ισότητας και της ίσης προσβάσεως στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την Διοίκηση, όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις. Η παραβίαση των συνταγματικών αυτών αρχών ελέγχεται δικαστικά, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε. 901-2/2020, 1757-8/2019 Ολομ., 711/2017κ.ά.). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 1866/2020 επταμ., 1882/2017 επταμ., 527/2015 Ολομ.), με την παράγραφο 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος κατοχυρώνονται οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τον διορισμό των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες συνάγονται, κατ’ αρχήν, και από τις γενικότερες διατάξεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και αποτελούν ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος). Η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία συνδέεται με τη δημοκρατική αρχή και απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται προεχόντως με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (Σ.τ.Ε. 1866/2020 επταμ. σκ. 12, 645/2020 σκ. 11, 1738/2019 σκ. 5 κ.ά.). Τέλος, οι ανωτέρω αρχές δεν καταλαμβάνουν μόνο τη διαδικασία εισόδου στη δημόσια υπηρεσία, αλλά διατρέχουν κάθε διαδικασία σχετική με την υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων του Δημοσίου (Σ.τ.Ε. 2427/2022 επταμ., 711/2017 Ολομ. κ.ά.).

14. Επειδή, στο τιτλοφορούμενο «Δομές υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» μέρος πρώτο του ν. 4547/2018 «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Άρθρο 1: «Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους έχουν εφαρμογή για την οργάνωση και τη στελέχωση των υπηρεσιών της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», άρθρο 2: «1. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του, για την εφαρμογή του παρόντος Μέρους, ισχύουν οι εξής ορισμοί: α) Στελέχη της εκπαίδευσης: τα στελέχη των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 21 που επιλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 21 έως 36. β) Εκπαιδευτικοί: οι εκπαιδευτικοί των κλάδων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης…», άρθρο 18: «1. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων: α) καθορίζονται τα ειδικότερα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης, των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, …», άρθρο 21: «1. Για την πλήρωση των θέσεων των στελεχών της δημόσιας εκπαίδευσης επιλέγονται εκπαιδευτικοί με βάση αξιολογικούς πίνακες επιλογής και προτάσεις, που καταρτίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. 2. Για την επιλογή και τοποθέτηση στις παραπάνω θέσεις τα αρμόδια, σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26, όργανα καταρτίζουν τους εξής αξιολογικούς πίνακες επιλογής, οι οποίοι ισχύουν από την κύρωσή τους έως την 31η Ιουλίου του τρίτου έτους που ακολουθεί: α) Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης β) Διευθυντών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. …», άρθρο 22: «1. Προϋπόθεση για την επιλογή σε θέση στελέχους της εκπαίδευσης, πλην των προϊσταμένων διθέσιων και τριθέσιων δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγείων, είναι η κατοχή του βαθμού Α΄, καθώς και η πιστοποιημένη γνώση Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) Α΄ επιπέδου, … 2. Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης και Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης επιλέγονται εκπαιδευτικοί με δωδεκαετή τουλάχιστον εκπαιδευτική υπηρεσία στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι οποίοι έχουν ασκήσει διδακτικά καθήκοντα σε σχολικές μονάδες για δέκα (10) τουλάχιστον έτη. Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης επιλέγονται εκπαιδευτικοί της οικείας βαθμίδας…», άρθρο 23: «1. Οι υποψήφιοι κατατάσσονται στους πίνακες της παρ. 2 του άρθρου 21 με βάση το άθροισμα των μονάδων τις οποίες συγκεντρώνουν, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 24 αποτίμηση των εξής κριτηρίων: α) επιστημονική συγκρότηση, β) διοικητική και διδακτική εμπειρία, προσωπική και γενική συγκρότηση. 2. …» και στο άρθρο 35 του αυτού ν. 4547/2018, ορίζεται ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων καθορίζονται: α) οι προθεσμίες υποβολής αιτήσεων και δηλώσεων και επαναδηλώσεων προτίμησης, το περιεχόμενο του φακέλου υποψηφιότητας με τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τις αιτήσεις των υποψηφίων, καθώς και κάθε άλλο, σχετικό με τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των στελεχών της εκπαίδευσης, θέμα, β) ο τύπος των έντυπων υποδειγμάτων που περιλαμβάνουν τα αξιολογούμενα στοιχεία και τη στάθμισή τους, ο τρόπος τήρησης των πρακτικών, τα σχετικά με τη μαγνητοφώνηση και κάθε άλλο, σχετικό με τη διαδικασία της συνέντευξης που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 24, θέμα.». Περαιτέρω, στο ευρισκόμενο στο πέμπτο μέρος του ν. 4547/2018, άρθρο 84 παρ. 4 ορίζεται ότι: «4. Η παρ. 29 του άρθρου 14 του ν. 2817/2000 τροποποιείται: α) Η περίπτωση ε΄ αντικαθίσταται ως εξής: “ε) Στην έδρα κάθε περιφέρειας του Κράτους λειτουργεί περιφερειακή διεύθυνση πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία υπάγεται στον Γενικό/Διοικητικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Στην περιφερειακή διεύθυνση εκπαίδευσης προΐσταται περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης, που προέρχεται από εκπαιδευτικούς της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης”, β) Η περίπτωση ζ΄ αντικαθίσταται ως εξής: “ζ) Οι περιφερειακοί διευθυντές εκπαίδευσης υπάγονται στο Γενικό/Διοικητικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και ασκούν τη διοίκηση, τον έλεγχο και την εποπτεία των περιφερειακών υπηρεσιών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, των ιδιωτικών σχολικών μονάδων, των κέντρων ξένων γλωσσών και φροντιστηρίων, των λοιπών στελεχών της εκπαίδευσης και όλων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που υπηρετούν στην περιοχή τους, εκτός των αρμοδιοτήτων που ρητά επιφυλάσσει ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με απόφασή του”». Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4547/2018 επισημαίνεται ο διττός χαρακτήρας, εκπαιδευτικός και διοικητικός, του έργου των στελεχών εκπαιδεύσεως, και αναφέρεται, μεταξύ άλλων ότι: «… ο τρόπος επιλογής και αξιολόγησης των στελεχών που εισάγεται με το παρόν σχέδιο νόμου λαμβάνει υπόψη το βαθμό ποικιλίας και πολυπλοκότητας του εκπαιδευτικού έργου και φιλοδοξεί να ανταποκριθεί στον πολύπλοκο ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν τα στελέχη της εκπαίδευσης, με τη δημιουργία ενός σώματος στελεχών υψηλών τυπικών και ουσιαστικών προσόντων με πολύπλευρη εμπειρία, ικανών να αντιλαμβάνονται και να ανταποκρίνονται με επιτυχία στα διφυή (εκπαιδευτικά και διοικητικά) καθήκοντά τους, καθώς και γενικότερα στις αλληλένδετες ιδιαιτερότητες και τις σύνθετες απαιτήσεις του εκπαιδευτικού έργου». Τέλος, σημειώνεται ότι και κατά την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 29 του ν. 2817/2000 (Α΄ 78), οι Προϊστάμενοι των Περιφερειακών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως ήταν εκπαιδευτικοί υπηρετούντες στην δημόσια εκπαίδευση.

15. Επειδή, στο άρθρο 2 του το π.δ. 18/2018 «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων» (Α΄ 31/23-2-2018) προβλέπεται ότι: «1. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου διαρθρώνονται ως εξής:… Δ. Στον Γενικό/Διοικητικό Γραμματέα του Υπουργείου ή στον Αναπληρωτή Γενικό/Διοικητικό Γραμματέα του Υπουργείου υπάγονται και οι δεκατρείς (13) Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ε…», στο άρθρο 49 προβλέπονται δεκατρείς (13) Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ορίζεται ότι: «1. Επιχειρησιακός στόχος κάθε μίας από τις δεκατρείς (13) Περιφερειακές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι ο συντονισμός και η παρακολούθηση της εφαρμογής της πολιτικής για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην περιοχή αρμοδιότητάς της, και η συμβολή στον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο. 2. …», στο άρθρο 51 ορίζεται ότι: «1. Επιχειρησιακός στόχος κάθε Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι η εποπτεία και η εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων αρμοδιότητάς της και των υποστηρικτικών αποκεντρωμένων δομών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του Υπουργείου. 2. …», στο άρθρο 52 ορίζεται ότι: «1. Επιχειρησιακός στόχος κάθε Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι η εποπτεία και η εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων αρμοδιότητάς της και των υποστηρικτικών αποκεντρωμένων δομών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Υπουργείου. 2. …» και στην παρ. 2 του άρθρου 84 ορίζεται ότι: «Ειδικότερα στις οργανικές μονάδες των Περιφερειακών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης προΐστανται εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή διοικητικοί υπάλληλοι, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.». Τέλος, με την Φ. 353.1./324/105657/Δ1/8-10-2002 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων «Καθορισμός των ειδικότερων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων των προϊσταμένων των περιφερειακών υπηρεσιών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, των διευθυντών και υποδιευθυντών των σχολικών μονάδων και ΣΕΚ και των συλλόγων των διδασκόντων» (Β΄ 1340), όπως αυτή τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, καθορίζονται τα ειδικότερα καθήκοντα και αρμοδιότητες τόσο των Περιφερειακών Διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως όσο και αυτά των Διευθυντών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως.

16. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων που παρατέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, και λαμβανομένης υπ’ όψιν της αιτιολογικής εκθέσεως του ν. 4547/2018, συνάγεται ότι για την άσκηση καθηκόντων Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαιδεύσεως κρίσιμη, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, είναι τόσο η διοικητική όσο και η διδακτική εμπειρία του υποψηφίου να καταλάβει τις ως άνω θέσεις, ούτως ώστε ο επιλεγείς να είναι σε θέση να επιλύει προβλήματα, ιδίως διδακτικά, διοικητικά, οργανωτικά και λειτουργικά, να συνεισφέρει στη δημιουργία κατάλληλου παιδαγωγικού κλίματος και να συμμετέχει στο σχεδιασμό και την υλοποίηση δράσεων, καθώς επίσης κρίσιμη είναι και η ικανότητα διοίκησης ή και οργάνωσης εκπαιδευτικών ή παιδαγωγικών δράσεων. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην σχετική αιτιολογική έκθεση, τα κριτήρια επιλογής των στελεχών της διοικήσεως συνδέονται με τον διττό χαρακτήρα του έργου τους (εκπαιδευτικού και διοικητικού) και ο τρόπος επιλογής και αξιολόγησης των στελεχών λαμβάνει υπ’ όψιν τον βαθμό ποικιλίας και πολυπλοκότητας του εκπαιδευτικού έργου και αποσκοπεί στη δημιουργία σώματος στελεχών υψηλών τυπικών και ουσιαστικών προσόντων με πολύπλευρη εμπειρία, ικανών να αντιλαμβάνονται και να ανταποκρίνονται με επιτυχία στα διφυή (εκπαιδευτικά και διοικητικά) καθήκοντά τους, καθώς και γενικότερα στις αλληλένδετες ιδιαιτερότητες και τις σύνθετες απαιτήσεις του εκπαιδευτικού έργου. Περαιτέρω, οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαιδεύσεως διαχειρίζονται την εκπαιδευτική πολιτική, ασκούν τη διοίκηση, τον έλεγχο και την εποπτεία σε όλες τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως του Υπουργείου Παιδείας και στο έργο των Σχολικών Συμβούλων, των Διευθυντών Εκπαίδευσης και των Προϊσταμένων Γραφείων (βλ. ιδίως άρθρα 1 έως 3 της Φ. 353.1./324/105657/Δ1/8-10-2002 υ.α.). Ειδικότερα, στα καθήκοντα των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαιδεύσεως περιλαμβάνεται ο συντονισμός και η παρακολούθηση της εφαρμογής της πολιτικής για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην περιοχή αρμοδιότητάς τους, και η συμβολή στον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο (βλ. άρθρο 49 του π.δ. 18/2018). Με τα δεδομένα αυτά, εν όψει προεχόντως της διττής φύσεως του έργου των στελεχών της δημόσιας εκπαιδεύσεως λόγω της ιδιαιτερότητας των καθηκόντων του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαιδεύσεως, ο οποίος διαμορφώνει την εκπαιδευτική πολιτική σε περιφερειακό επίπεδο, η επιλογή αποκλειστικώς εκπαιδευτικών για τη θέση αυτή – επιλογή η οποία γίνεται βάσει α) της επιστημονικής συγκροτήσεως, β) της διοικητικής και διδακτικής εμπειρίας και γ) της προσωπικότητας και γενικής συγκροτήσεως (άρθρο 23 ν. 4547/2018) των υποψηφίων – δεν παρίσταται ως προδήλως ακατάλληλη ή απρόσφορη σε σχέση με τις αρμοδιότητες των Περιφερειακών Διευθυντών. Είναι, επομένως, απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως ότι αποκλεισμός των διοικητικών υπαλλήλων από τη διεκδίκηση της εν λόγω θέσεως αντίκειται στην αρχή της ισότητας, της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις (άρθρα 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος), καθώς και στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της επαγγελματικής και οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), και τούτο διότι οι διοικητικοί υπάλληλοι δεν τελούν υπό όμοιες συνθήκες με τους εκπαιδευτικούς, καθώς διαθέτουν εμπειρία μόνο σε διοικητικής φύσεως θέματα, ανταποκρινόμενοι εν μέρει στο έργο των στελεχών της εκπαιδεύσεως, ενώ οι εκπαιδευτικοί ασκούν κατά την σταδιοδρομία τους και διοικητικό έργο (π.χ. ως διευθυντές σχολικών μονάδων), σε αντίθεση με τους διοικητικούς υπαλλήλους οι οποίοι ασκούν αποκλειστικά διοικητικό έργο, το οποίο δεν επαρκεί, κατά την υπαγόμενη σε οριακό ακυρωτικό έλεγχο κρίση του νομοθέτη, για την κατάληψη θέσεως στελέχους της εκπαιδεύσεως. Εξ άλλου, είναι, επίσης, απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως ότι η νομοθετική πρόβλεψη ότι οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαιδεύσεως πρέπει να είναι εκπαιδευτικοί αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του π.δ. 18/2018 «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων» (Α΄ 31/23-2-2018), με την οποία προβλέπεται ότι στις Περιφερειακές Διευθύνσεις προΐστανται εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή διοικητικοί υπάλληλοι, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, προεχόντως διότι το προβλέπον τον Οργανισμό του Υπουργείου Παιδείας προεδρικό διάταγμα, δεν μπορεί να κατισχύσει ρητής, ειδικής και χρονικώς μεταγενέστερης νομοθετικής διατάξεως, εναπόκειται δε στην ευχέρεια του νομοθέτη να ορίσει ανάλογα με τις εκάστοτε αντιλήψεις του, τα προσόντα τω υποψηφίων ανάλογα με τη φύση των καθηκόντων της οικείας θέσεως ευθύνης.

17. Επειδή, στο άρθρο 5 του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 131) ορίζεται ότι: «1. … 2. Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται: α) … θ) οι κανονιστικού χαρακτήρα πράξεις του Πρωθυπουργού, του Υπουργικού Συμβουλίου, των Υπουργών, καθώς και οποιουδήποτε άλλου οργάνου της Διοίκησης, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του άρθρου 8 του νόμου αυτού και εφόσον η κείμενη νομοθεσία δεν προβλέπει άλλον ειδικότερο τρόπο δημοσίευσης, … ιγ) οι προκηρύξεις επιλογής προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα….» και στο άρθρο 8 ότι: «Δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: α) … η) Οι κανονιστικές πράξεις για τις οποίες η κείμενη νομοθεσία προβλέπει ειδική διαδικασία δημοσίευσης ή γνωστοποίησης». Περαιτέρω, στο άρθρο 27 παρ. 2 του ν. 4547/2018 προβλέπεται ότι: «Οι προκηρύξεις για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης εκδίδονται τρεις (3) μήνες τουλάχιστον πριν από τη λήξη της εκάστοτε θητείας και αναρτώνται στις ιστοσελίδες του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ή των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης ή των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο διαδίκτυο, ανάλογα με το όργανο που είναι αρμόδιο για την προκήρυξη, σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και στην ιστοσελίδα του Α.Σ.Ε.Π. …» και στο άρθρο 1 παρ. 2 της Φ.353.1/23/183930/Ε3/31-10-2018 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων με θέμα: «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης» ορίζεται ότι: «H προκήρυξη αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και διαβιβάζεται στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) προκειμένου να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της». Με τα ανωτέρω δεδομένα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη προκήρυξη (τρίτη προσβαλλόμενη) πάσχει, διότι δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 2 περ. θ΄ και ιγ΄ του ν. 3469/2006, δεδομένου ότι κατά τα ειδικότερον προβλεπόμενα στις παρατεθείσες διατάξεις του ν. 4547/2018 και της υ.α. Φ.353.1/23/ 183930/Ε3/31-10-2018, προβλέπεται, σύμφωνα με την περ. η του άρθρου 8 του ν. 3469/2006, ιδιαίτερος, πρόσφορος, τρόπος δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης προκηρύξεως για την πλήρωση θέσεων Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαιδεύσεως, ήτοι προβλέπεται ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και στην ιστοσελίδα του Α.Σ.Ε.Π., οι αναρτήσεις δε αυτές έλαβαν χώρα, όπως βεβαιώνεται στο 4536/Ε3/15-1-2021 έγγραφο απόψεων προς το Δικαστήριο (αρ. πρωτ. Σ.τ.Ε. ΕΠ 208/18-1-2021).

18. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Καταργεί την δίκη ως προς την ……………

Καταργεί την δίκη ως προς τις Φ.353.1/23/183930/Ε3/31-10-2018 (Β΄ 4940) και Φ. 353.1/24/183935/Ε3/31-10-2018 (Β΄ 4940) αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως κατά τα λοιπά.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 2022